- προπολεμικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο: Προπολεμική κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπολεμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που υπήρξε ή έγινε πριν από τον τελευταίο πόλεμο 2. συνεκδ. ο πολύ παλιός. επίρρ... προπολεμικώς και προπολεμικά Ν πριν από τον τελευταίο πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πόλεμος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek